Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invòlto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈvɔlto]

1 περιτύλιγμα
2 επικάλυψη
3 πακέτο
4 δέμα
5 μπόγος
6 περίβλημα
7 ύφασμα περιτύλιξης
8 συσκευασία
9 κάλυμμα (βιβλίου)
10 χαρτί περιτύλιξης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  involtino involucro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

involontariamente (επίρ.)
involontario (επίθ.)
involtare (ρ. μτβ.)
involtarsi (ρ.μ. (αντων.))
involtino (ουσ αρσ )
involto (ουσ αρσ )
involucro (ουσ αρσ )
involutivo (επίθ.)
involuto (επίθ.)
involuzione (θηλ.ουσ)
involvere (ρ. μτβ.)
invulnerabile (επίθ.)
invulnerabilità (θηλ.ουσ)
invulnerato (επίθ.)
inzaccherare (ρ. μτβ.)
inzaccherarsi (ρ.μ. (αντων.))
inzavorrare (ρ. μτβ.)
inzeppare (ρ. μτβ.)
inzeppatura (θηλ.ουσ)
inzolfamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---