Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invòlvere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈvɔlvere]

1 περιλαμβάνω
2 τυλίγω
3 περικλείω
4 αναγκάζω σε εμπλοκή
5 μπερδεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  involuzione invulnerabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

involto (ουσ αρσ )
involucro (ουσ αρσ )
involutivo (επίθ.)
involuto (επίθ.)
involuzione (θηλ.ουσ)
involvere (ρ. μτβ.)
invulnerabile (επίθ.)
invulnerabilità (θηλ.ουσ)
invulnerato (επίθ.)
inzaccherare (ρ. μτβ.)
inzaccherarsi (ρ.μ. (αντων.))
inzavorrare (ρ. μτβ.)
inzeppare (ρ. μτβ.)
inzeppatura (θηλ.ουσ)
inzolfamento (ουσ αρσ )
inzolfare (ρ. μτβ.)
inzolfatoio (ουσ αρσ )
inzolfatura (θηλ.ουσ)
inzotichire (ρ.αμτβ.)
inzotichire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---