Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invòlgere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈvɔlʤere]

Περιτυλίγω

involgersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inˈvɔlʤersi]

1 μπερδεύομαι
2 ανακατεύομαι
3 μπλέκομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  involgarirsi involgimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

involare (ρ. μτβ.)
involarsi (ρ. μ. αμτβ.)
involgarire (ρ.αμτβ.)
involgarire (ρ. μτβ.)
involgarirsi (ρ.μ. (αντων.))
involgere (ρ. μτβ.)
involgersi (ρ.μ. (αντων.))
involgimento (ουσ αρσ )
involo (ουσ αρσ )
involontariamente (επίρ.)
involontario (επίθ.)
involtare (ρ. μτβ.)
involtarsi (ρ.μ. (αντων.))
involtino (ουσ αρσ )
involto (ουσ αρσ )
involucro (ουσ αρσ )
involutivo (επίθ.)
involuto (επίθ.)
involuzione (θηλ.ουσ)
involvere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---