Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinvolgarìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [involgaˈrire] γίνομαι χυδαίος involgarìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [involgaˈrire] καθιστώ χυδαίο involgarirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [involgaˈrirsi] γίνομαι χυδαίος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |