Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invocatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [invokaˈtore]

ο επικαλούμενος

invocatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [invokaˈtore]

1 επικλητικός
2 επικαλούμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invocativo invocatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invitto (επίθ.)
invivibile (επίθ.)
invizzire (ρ.αμτβ.)
invocare (ρ. μτβ.)
invocativo (επίθ.)
invocatore (ουσ αρσ )
invocatore (επίθ.)
invocatorio (επίθ.)
invocazione (θηλ.ουσ)
invogliare (ρ. μτβ.)
invogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
invogliato (επίθ.)
involare (ρ. μτβ.)
involarsi (ρ. μ. αμτβ.)
involgarire (ρ.αμτβ.)
involgarire (ρ. μτβ.)
involgarirsi (ρ.μ. (αντων.))
involgere (ρ. μτβ.)
involgersi (ρ.μ. (αντων.))
involgimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---