Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invocàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [invoˈkare]

1 κλητεύω
2 ικετεύω επίσημα ή ειλικρινά
3 επιζητώ βοήθεια
4 ζητώ υποστήριξη
5 επικαλούμαι
6 προσκαλώ
7 εκκαλώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invizzire invocativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invitatura (θηλ.ουσ)
invito (ουσ αρσ )
invitto (επίθ.)
invivibile (επίθ.)
invizzire (ρ.αμτβ.)
invocare (ρ. μτβ.)
invocativo (επίθ.)
invocatore (ουσ αρσ )
invocatore (επίθ.)
invocatorio (επίθ.)
invocazione (θηλ.ουσ)
invogliare (ρ. μτβ.)
invogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
invogliato (επίθ.)
involare (ρ. μτβ.)
involarsi (ρ. μ. αμτβ.)
involgarire (ρ.αμτβ.)
involgarire (ρ. μτβ.)
involgarirsi (ρ.μ. (αντων.))
involgere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---