Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invitatòrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [invitaˈtɔrjo]

Προσκαλών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invitato invitatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inviso (επίθ.)
invitante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
invitare (ρ. μτβ.)
invitarsi (ρ.μ. (αντων.))
invitato (ουσ αρσ )
invitatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
invitatura (θηλ.ουσ)
invito (ουσ αρσ )
invitto (επίθ.)
invivibile (επίθ.)
invizzire (ρ.αμτβ.)
invocare (ρ. μτβ.)
invocativo (επίθ.)
invocatore (ουσ αρσ )
invocatore (επίθ.)
invocatorio (επίθ.)
invocazione (θηλ.ουσ)
invogliare (ρ. μτβ.)
invogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
invogliato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---