Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invitàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inviˈtare]

προσκαλώ, καλώ

invitarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inviˈtarsi]

1 έρχομαι απρόσκλητος
2 προσκαλούμαι από μόνος μου
3 προσκαλεί ο ένας τον άλλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invitante invitato  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


l'ho invitato a pranzo = τον είχα τραπέζι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inviscidire (ρ.αμτβ.)
invisibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
invisibilità (θηλ.ουσ)
inviso (επίθ.)
invitante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
invitare (ρ. μτβ.)
invitarsi (ρ.μ. (αντων.))
invitato (ουσ αρσ )
invitatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
invitatura (θηλ.ουσ)
invito (ουσ αρσ )
invitto (επίθ.)
invivibile (επίθ.)
invizzire (ρ.αμτβ.)
invocare (ρ. μτβ.)
invocativo (επίθ.)
invocatore (ουσ αρσ )
invocatore (επίθ.)
invocatorio (επίθ.)
invocazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---