Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invitànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [inviˈtante]

1 θελκτικός
2 σκανδαλιστικός
3 τραβηχτικός
4 προκλητικός
5 γοητευτικός
6 ελκυστικός
7 δελεαστικός
8 ενθαρρυντικός
9 γαργαλιστικός
10 λαχταριστός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inviso invitare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invischiarsi (ρ.μ. (αντων.))
inviscidire (ρ.αμτβ.)
invisibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
invisibilità (θηλ.ουσ)
inviso (επίθ.)
invitante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
invitare (ρ. μτβ.)
invitarsi (ρ.μ. (αντων.))
invitato (ουσ αρσ )
invitatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
invitatura (θηλ.ουσ)
invito (ουσ αρσ )
invitto (επίθ.)
invivibile (επίθ.)
invizzire (ρ.αμτβ.)
invocare (ρ. μτβ.)
invocativo (επίθ.)
invocatore (ουσ αρσ )
invocatore (επίθ.)
invocatorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---