Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inviperìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [invipeˈrito]

1 μανιώδης
2 λυσσαλέος
3 θυμωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inviperirsi invischiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inviolabile (επίθ.)
inviolabilità (θηλ.ουσ)
inviolato (επίθ.)
inviperire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inviperirsi (ρ. μ. αμτβ.)
inviperito (επίθ.)
invischiare (ρ. μτβ.)
invischiarsi (ρ.μ. (αντων.))
inviscidire (ρ.αμτβ.)
invisibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
invisibilità (θηλ.ουσ)
inviso (επίθ.)
invitante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
invitare (ρ. μτβ.)
invitarsi (ρ.μ. (αντων.))
invitato (ουσ αρσ )
invitatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
invitatura (θηλ.ουσ)
invito (ουσ αρσ )
invitto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---