Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inviperìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [invipeˈrire]

1 μπαρουτιάζω
2 θυμώνω
3 κορώνω
4 εξοργίζομαι
5 αρπάζομαι

inviperìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [invipeˈrirsi]

1 μπαρουτιάζω
2 θυμώνω
3 κορώνω
4 εξοργίζομαι
5 αρπάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inviolato inviperito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invincibilità (θηλ.ουσ)
invio (ουσ αρσ )
inviolabile (επίθ.)
inviolabilità (θηλ.ουσ)
inviolato (επίθ.)
inviperire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inviperirsi (ρ. μ. αμτβ.)
inviperito (επίθ.)
invischiare (ρ. μτβ.)
invischiarsi (ρ.μ. (αντων.))
inviscidire (ρ.αμτβ.)
invisibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
invisibilità (θηλ.ουσ)
inviso (επίθ.)
invitante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
invitare (ρ. μτβ.)
invitarsi (ρ.μ. (αντων.))
invitato (ουσ αρσ )
invitatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
invitatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---