Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈvio]

1 παραγγελία
2 αποστολή με ένα φορτίο
3 έμβασμα
4 παράδοση-διανομή (επιστολών κλπ)
5 φόρτωμα (αγαθών)
6 διαβίβαση
7 αποστολή
8 αποστολή εμπορευμάτων
9 διεκπεραίωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invincibilità inviolabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inviluppare (ρ. μτβ.)
invilupparsi (ρ.μ. (αντων.))
inviluppo (ουσ αρσ )
invincibile (επίθ.)
invincibilità (θηλ.ουσ)
invio (ουσ αρσ )
inviolabile (επίθ.)
inviolabilità (θηλ.ουσ)
inviolato (επίθ.)
inviperire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inviperirsi (ρ. μ. αμτβ.)
inviperito (επίθ.)
invischiare (ρ. μτβ.)
invischiarsi (ρ.μ. (αντων.))
inviscidire (ρ.αμτβ.)
invisibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
invisibilità (θηλ.ουσ)
inviso (επίθ.)
invitante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
invitare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---