Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinvilùppo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inviˈluppo] 1 ανακάτωμα 2 μπέρδεμα 3 περιτύλιγμα 4 περίβλημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |