Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinvidióso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inviˈdjoso], [inviˈdjozo] 1 βερέμης 2 ζηλιαρόγατος 3 φαρμακομύτης 4 ζηλιάρης invidióso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inviˈdjoso], [inviˈdjozo] ζηλόφθονος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |