Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinvigoriménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [invigoriˈmento] 1 ενίσχυση (κτιρίου) 2 ενδυνάμωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |