ItalianoGreco


invigliacchìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inviʎʎakˈkire]

1 ολιγοψυχώ
2 δειλιάζω
3 λιποψυχώ
4 λιγοψυχώ
5 φοβούμαι
6 χέζομαι από το φόβο μου
7 ορρωδώ

invigliacchirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inviʎʎakˈkirsi]

1 δειλιάζω
2 λιγοψυχώ
3 ορρωδώ
4 φοβούμαι
5 ολιγοψυχώ
6 λιποψυχώ
7 χέζομαι από το φόβο μου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---