Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invigorìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [invigoˈrire]

1 ενδυναμώνω
2 τονώνω
3 αναζωογονώ
4 δυναμώνω
5 εμφυσώ ζωή

invigorirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [invigoˈrirsi]

1 τονώνομαι
2 ανακαρώνω
3 καρδαμώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invigorimento invilire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invido (αρσ. επίθ και ουσ)
invigilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
invigliacchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
invigliacchirsi (ρ.μ. (αντων.))
invigorimento (ουσ αρσ )
invigorire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
invigorirsi (ρ.μ. (αντων.))
invilire (ρ.αμτβ.)
invilire (ρ. μτβ.)
invilirsi (ρ.μ. (αντων.))
inviluppamento (ουσ αρσ )
inviluppare (ρ. μτβ.)
invilupparsi (ρ.μ. (αντων.))
inviluppo (ουσ αρσ )
invincibile (επίθ.)
invincibilità (θηλ.ουσ)
invio (ουσ αρσ )
inviolabile (επίθ.)
inviolabilità (θηλ.ουσ)
inviolato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---