Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invetriàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [invetriˈato]

1 τζαμωτός
2 στιλβωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invetriata invetriatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

investitore (αρσ. επίθ και ουσ)
investitura (θηλ.ουσ)
inveterato (επίθ.)
invetriare (ρ. μτβ.)
invetriata (θηλ.ουσ)
invetriato (επίθ.)
invetriatura (θηλ.ουσ)
invettiva (θηλ.ουσ)
inviabile (επίθ.)
inviare (ρ. μτβ.)
inviato (αρσ. επίθ και ουσ)
invidia (θηλ.ουσ)
invidiabile (επίθ.)
invidiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
invidioso (ουσ αρσ )
invidioso (επίθ.)
invido (αρσ. επίθ και ουσ)
invigilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
invigliacchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
invigliacchirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---