Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


investitóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [investiˈtore]

1 επενδυτής
2 οδηγός
3 πρόσωπο που χτυπά και ρίχνει κάποιον κάτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  investirsi investitura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

investigatore (επίθ.)
investigazione (θηλ.ουσ)
investimento (ουσ αρσ )
investire (ρ. μτβ.)
investirsi (ρ.μ. (αντων.))
investitore (αρσ. επίθ και ουσ)
investitura (θηλ.ουσ)
inveterato (επίθ.)
invetriare (ρ. μτβ.)
invetriata (θηλ.ουσ)
invetriato (επίθ.)
invetriatura (θηλ.ουσ)
invettiva (θηλ.ουσ)
inviabile (επίθ.)
inviare (ρ. μτβ.)
inviato (αρσ. επίθ και ουσ)
invidia (θηλ.ουσ)
invidiabile (επίθ.)
invidiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
invidioso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---