ItalianoGreco


investigazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [investigatˈtsjone]

1 έρευνα
2 διερεύνηση
3 ψάξιμο
4 αναδίφηση
5 εξέταση
6 εξερεύνηση
7 ανάκριση
8 εξιχνίαση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---