Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


investigàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [investiˈgare]

1 εξιχνιάζω
2 εξετάζω
3 εξερευνώ
4 διερευνώ
5 ερευνώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  investigabile investigativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invescamento (ουσ αρσ )
invescare (ρ. μτβ.)
invescarsi (ρ.μ. (αντων.))
investibile (επίθ.)
investigabile (επίθ.)
investigare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
investigativo (επίθ.)
investigatore (ουσ αρσ )
investigatore (επίθ.)
investigazione (θηλ.ουσ)
investimento (ουσ αρσ )
investire (ρ. μτβ.)
investirsi (ρ.μ. (αντων.))
investitore (αρσ. επίθ και ουσ)
investitura (θηλ.ουσ)
inveterato (επίθ.)
invetriare (ρ. μτβ.)
invetriata (θηλ.ουσ)
invetriato (επίθ.)
invetriatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---