Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


investìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [invesˈtire]

1 προσκρούω
2 (pedone) χτυπώ
3 (denaro) επενδύνω

investirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [invesˈtirsi]

1 υποδύομαι
2 παριστάνω
3 τρακάρω με κάποιον
4 ντύνομαι με κάτι
5 συγκρούομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  investimento investitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

investigativo (επίθ.)
investigatore (ουσ αρσ )
investigatore (επίθ.)
investigazione (θηλ.ουσ)
investimento (ουσ αρσ )
investire (ρ. μτβ.)
investirsi (ρ.μ. (αντων.))
investitore (αρσ. επίθ και ουσ)
investitura (θηλ.ουσ)
inveterato (επίθ.)
invetriare (ρ. μτβ.)
invetriata (θηλ.ουσ)
invetriato (επίθ.)
invetriatura (θηλ.ουσ)
invettiva (θηλ.ουσ)
inviabile (επίθ.)
inviare (ρ. μτβ.)
inviato (αρσ. επίθ και ουσ)
invidia (θηλ.ουσ)
invidiabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---