Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


investigatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [investigaˈtore]

ο ανιχνευτής, ο ερευνητής

investigatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [investigaˈtore]

Διερευνητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  investigativo investigazione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


investigatore [αρσ.] privato = ο ιδιωτικός αστυνομικός


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invescarsi (ρ.μ. (αντων.))
investibile (επίθ.)
investigabile (επίθ.)
investigare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
investigativo (επίθ.)
investigatore (ουσ αρσ )
investigatore (επίθ.)
investigazione (θηλ.ουσ)
investimento (ουσ αρσ )
investire (ρ. μτβ.)
investirsi (ρ.μ. (αντων.))
investitore (αρσ. επίθ και ουσ)
investitura (θηλ.ουσ)
inveterato (επίθ.)
invetriare (ρ. μτβ.)
invetriata (θηλ.ουσ)
invetriato (επίθ.)
invetriatura (θηλ.ουσ)
invettiva (θηλ.ουσ)
inviabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---