Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinveteràto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inveteˈrato] 1 ριζωμένος 2 χρόνιος 3 αθεράπευτος 4 μανιώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |