Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinvescaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inveskaˈmento] 1 ξεμυάλισμα 2 δελεασμός 3 πιάσιμο σε ιξόβεργα 4 ξελόγιασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |