Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invertìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inverˈtito]

1 ομοφυλόφιλος
2 πούστης

invertìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inverˈtito]

1 αντίθετος
2 ομοφυλοφιλικός
3 ανάποδος
4 ανάστροφος
5 αντίστροφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invertire invertitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invertebrato (ουσ αρσ )
invertebrato (επίθ.)
invertibile (επίθ.)
invertibilità (θηλ.ουσ)
invertire (ρ. μτβ.)
invertito (ουσ αρσ )
invertito (επίθ.)
invertitore (αρσ. επίθ και ουσ)
invescamento (ουσ αρσ )
invescare (ρ. μτβ.)
invescarsi (ρ.μ. (αντων.))
investibile (επίθ.)
investigabile (επίθ.)
investigare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
investigativo (επίθ.)
investigatore (ουσ αρσ )
investigatore (επίθ.)
investigazione (θηλ.ουσ)
investimento (ουσ αρσ )
investire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---