Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inversóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inverˈsore]

εναλλάκτης συνεχούς-εναλλασσομένου (χρησιμοποίησε καλύτερα το invertitore)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inverso invertebrato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inverosimile (επίθ.)
inversamente (επίρ.)
inversione (θηλ.ουσ)
inverso (ουσ αρσ )
inverso (επίθ.)
inversore (ουσ αρσ )
invertebrato (ουσ αρσ )
invertebrato (επίθ.)
invertibile (επίθ.)
invertibilità (θηλ.ουσ)
invertire (ρ. μτβ.)
invertito (ουσ αρσ )
invertito (επίθ.)
invertitore (αρσ. επίθ και ουσ)
invescamento (ουσ αρσ )
invescare (ρ. μτβ.)
invescarsi (ρ.μ. (αντων.))
investibile (επίθ.)
investigabile (επίθ.)
investigare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---