Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invèrno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈvɛrno]

ο χειμώνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inverniciatura invero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invernata (θηλ.ουσ)
inverniciare (ρ. μτβ.)
inverniciarsi (ρ.μ. (αντων.))
inverniciata (θηλ.ουσ)
inverniciatura (θηλ.ουσ)
inverno (ουσ αρσ )
invero (επίρ.)
inverosimiglianza (θηλ.ουσ)
inverosimile (ουσ αρσ )
inverosimile (επίθ.)
inversamente (επίρ.)
inversione (θηλ.ουσ)
inverso (ουσ αρσ )
inverso (επίθ.)
inversore (ουσ αρσ )
invertebrato (ουσ αρσ )
invertebrato (επίθ.)
invertibile (επίθ.)
invertibilità (θηλ.ουσ)
invertire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---