Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invermigliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [invermiʎˈʎare]

βάφω με ζωηρό ερυθρό χρώμα (κινναβάρινο χρώμα)

invermigliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [invermiʎˈʎarsi]

1 πορφυρίζω
2 ροδίζω
3 κοκκινίζω
4 ερυθριώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invergatura inverminire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inverdirsi (ρ.μ. (αντων.))
inverecondia (θηλ.ουσ)
inverecondo (επίθ.)
invergare (ρ. μτβ.)
invergatura (θηλ.ουσ)
invermigliare (ρ. μτβ.)
invermigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
inverminire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inverminirsi (ρ.μ. (αντων.))
invernale (επίθ.)
invernata (θηλ.ουσ)
inverniciare (ρ. μτβ.)
inverniciarsi (ρ.μ. (αντων.))
inverniciata (θηλ.ουσ)
inverniciatura (θηλ.ουσ)
inverno (ουσ αρσ )
invero (επίρ.)
inverosimiglianza (θηλ.ουσ)
inverosimile (ουσ αρσ )
inverosimile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---