Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inverecóndo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [invereˈkondo]

1 ασύστολος
2 ιταμός
3 αναίσχυντος
4 αισχρός
5 αδιάντροπος
6 απρεπής
7 άσεμνος
8 αυθάδης
9 ξετσίπωτος
10 θρασύς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inverecondia invergare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invenzione (θηλ.ουσ)
inverdire (ρ.αμτβ.)
inverdire (ρ. μτβ.)
inverdirsi (ρ.μ. (αντων.))
inverecondia (θηλ.ουσ)
inverecondo (επίθ.)
invergare (ρ. μτβ.)
invergatura (θηλ.ουσ)
invermigliare (ρ. μτβ.)
invermigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
inverminire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inverminirsi (ρ.μ. (αντων.))
invernale (επίθ.)
invernata (θηλ.ουσ)
inverniciare (ρ. μτβ.)
inverniciarsi (ρ.μ. (αντων.))
inverniciata (θηλ.ουσ)
inverniciatura (θηλ.ουσ)
inverno (ουσ αρσ )
invero (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---