Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inverdìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inverˈdire]

Πρασινίζω

inverdìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inverˈdire]

Πρασινίζω

inverdirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inverˈdirsi]

Πρασινίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invenzione inverecondia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inventiva (θηλ.ουσ)
inventivo (επίθ.)
inventore (ουσ αρσ )
inventore (επίθ.)
invenzione (θηλ.ουσ)
inverdire (ρ.αμτβ.)
inverdire (ρ. μτβ.)
inverdirsi (ρ.μ. (αντων.))
inverecondia (θηλ.ουσ)
inverecondo (επίθ.)
invergare (ρ. μτβ.)
invergatura (θηλ.ουσ)
invermigliare (ρ. μτβ.)
invermigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
inverminire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inverminirsi (ρ.μ. (αντων.))
invernale (επίθ.)
invernata (θηλ.ουσ)
inverniciare (ρ. μτβ.)
inverniciarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---