Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinventóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [invenˈtore] Εφευρέτης inventóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [invenˈtore] 1 επινοητικός 2 εφευρετικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |