Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invendìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [invenˈdibile]

που δεν πουλιέται


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invelenito invendibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inveire (ρ.αμτβ.)
invelenire (ρ.αμτβ.)
invelenire (ρ. μτβ.)
invelenirsi (ρ.μ. (αντων.))
invelenito (επίθ.)
invendibile (επίθ.)
invendibilità (θηλ.ουσ)
invendicato (επίθ.)
invenduto (αρσ. επίθ και ουσ)
inventare (ρ. μτβ.)
inventariare (ρ. μτβ.)
inventario (ουσ αρσ )
inventiva (θηλ.ουσ)
inventivo (επίθ.)
inventore (ουσ αρσ )
inventore (επίθ.)
invenzione (θηλ.ουσ)
inverdire (ρ.αμτβ.)
inverdire (ρ. μτβ.)
inverdirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---