Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invéce  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [inˈveʧe]

1 αντίθετα
2 απεναντίας
3 παρ'όλον ότι
4 δεδομένου ότι
5 τουναντίον
6 απ'την άλλη μεριά
7 αντιθέτως
8 αντί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invecchiare inveire  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


anziché, invece di = αντί να


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invasore (ουσ αρσ )
invasore (επίθ.)
invecchiamento (ουσ αρσ )
invecchiare (ρ.αμτβ.)
invecchiare (ρ. μτβ.)
invece (επίρ.)
inveire (ρ.αμτβ.)
invelenire (ρ.αμτβ.)
invelenire (ρ. μτβ.)
invelenirsi (ρ.μ. (αντων.))
invelenito (επίθ.)
invendibile (επίθ.)
invendibilità (θηλ.ουσ)
invendicato (επίθ.)
invenduto (αρσ. επίθ και ουσ)
inventare (ρ. μτβ.)
inventariare (ρ. μτβ.)
inventario (ουσ αρσ )
inventiva (θηλ.ουσ)
inventivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---