Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinvasatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [invazaˈtura] 1 κλίνη καθέλκυσης 2 τοποθέτηση σε κλίνη καθέλκυσης 3 τοποθέτηση σε βάζο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |