Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invariàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [invaˈrjato]

1 σταθερός
2 στάσιμος
3 μόνιμος
4 αμετάβλητος
5 ακίνητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invarianza invasamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invano (επίρ.)
invariabile (επίθ.)
invariabilità (θηλ.ουσ)
invariante (αρσ. επίθ και ουσ)
invarianza (θηλ.ουσ)
invariato (επίθ.)
invasamento (ουσ αρσ )
invasare (ρ. μτβ.)
invasato (ουσ αρσ )
invasatura (θηλ.ουσ)
invasione (θηλ.ουσ)
invaso (ουσ αρσ )
invaso (επίθ.)
invasore (ουσ αρσ )
invasore (επίθ.)
invecchiamento (ουσ αρσ )
invecchiare (ρ.αμτβ.)
invecchiare (ρ. μτβ.)
invece (επίρ.)
inveire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---