Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invallàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [invalˈlarsi]

διασχίζω μια κοιλάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invalido invalso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invalidare (ρ. μτβ.)
invalidazione (θηλ.ουσ)
invalidità (θηλ.ουσ)
invalido (ουσ αρσ )
invalido (επίθ.)
invallarsi (ρ. μ. αμτβ.)
invalso (επίθ.)
invano (επίρ.)
invariabile (επίθ.)
invariabilità (θηλ.ουσ)
invariante (αρσ. επίθ και ουσ)
invarianza (θηλ.ουσ)
invariato (επίθ.)
invasamento (ουσ αρσ )
invasare (ρ. μτβ.)
invasato (ουσ αρσ )
invasatura (θηλ.ουσ)
invasione (θηλ.ουσ)
invaso (ουσ αρσ )
invaso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---