Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accomodataménte (επίρ.) acconciato (επίθ.)
accomodatìccio (επίθ.) acconciatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
accomodatìvo (επίθ.) acconciatùra (θηλ.ουσ)
accomodàto (επίθ.) accóncio (αρσ. επίθ και ουσ)
accomodatóre (ουσ αρσ ) accondiscendènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
accomodatùra (θηλ.ουσ) accondiscéndere, accondiscèndere (ρ.αμτβ.)
accomodazióne (θηλ.ουσ) acconsentiménto (ουσ αρσ )
accomodevole (επίθ.) acconsentìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accòmodo (ουσ αρσ ) accontentàre (ρ. μτβ.)
accompagnaménto (ουσ αρσ ) accontentàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
accompagnàre (ρ. μτβ.) accónto (ουσ αρσ )
accompagnàrsi (ρ. μ. αμτβ.) accoppàre (ρ. μτβ.)
accompagnatóre (αρσ. επίθ και ουσ) accoppiàbile (επίθ.)
accompagnatrìce (θηλ.ουσ) accoppiaménto (ουσ αρσ )
accompagnatùra (θηλ.ουσ) accoppiàre (ρ. μτβ.)
accomunàbile (επίθ.) accoppiàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
accomunaménto (ουσ αρσ ) accoppiàta (θηλ.ουσ)
accomunàre (ρ. μτβ.) accoppiatóio (ουσ αρσ )
accomunarsi (ρ.μ. (αντων.)) accoppiatóre (ουσ αρσ )
acconciàbile (επίθ.) accoppiatùra (θηλ.ουσ)
acconciaménte (επίρ.) accoraménto (ουσ αρσ )
acconciaménto (ουσ αρσ ) accoràre (ρ. μτβ.)
acconciàre (ρ. μτβ.) accoràrsi (ρ. μ. αμτβ.)
acconciàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.) accorataménte (επίρ.)
acconciatamente (επίρ.) accoràto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: