Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accoppiatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkoppjaˈtore]

1 διάταξη σύζευξης (ραδιφώνου κλπ)
2 γρανάζι σύζευξης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accoppiatoio accoppiatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accoppiamento (ουσ αρσ )
accoppiare (ρ. μτβ.)
accoppiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accoppiata (θηλ.ουσ)
accoppiatoio (ουσ αρσ )
accoppiatore (ουσ αρσ )
accoppiatura (θηλ.ουσ)
accoramento (ουσ αρσ )
accorare (ρ. μτβ.)
accorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accoratamente (επίρ.)
accorato (επίθ.)
accorciabile (επίθ.)
accorciamento (ουσ αρσ )
accorciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accorciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accorciativo (αρσ. επίθ και ουσ)
accorciatore (ουσ αρσ )
accorciatura (θηλ.ουσ)
accordabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---