Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccoràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [akkoˈrare] 1 πικραίνω 2 σεκλετίζω 3 στενοχωρώ 4 λυπώ 5 πληγώνω βαθιά 6 θλίβω 7 βασανίζω accoràrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [akkoˈrarsi] 1 θλίβομαι 2 λυπούμαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |