Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accoppiatóio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkoppjaˈtojo]

1 ένωση
2 σύζευξη
3 σύνδεσμος
4 διπλό λουρί ζώου
5 ηλεκτρική σύζευξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accoppiata accoppiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accoppiabile (επίθ.)
accoppiamento (ουσ αρσ )
accoppiare (ρ. μτβ.)
accoppiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accoppiata (θηλ.ουσ)
accoppiatoio (ουσ αρσ )
accoppiatore (ουσ αρσ )
accoppiatura (θηλ.ουσ)
accoramento (ουσ αρσ )
accorare (ρ. μτβ.)
accorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accoratamente (επίρ.)
accorato (επίθ.)
accorciabile (επίθ.)
accorciamento (ουσ αρσ )
accorciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accorciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accorciativo (αρσ. επίθ και ουσ)
accorciatore (ουσ αρσ )
accorciatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---