Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccorciatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [akkorʧaˈtura] 1 κόντεμα 2 μπάσιμο 3 συντόμευση 4 μάζεμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |