ItalianoGreco


accorciatìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [akkorʧaˈtivo]

1 συντετμημένη μορφή
2 υποκοριστικό
3 συντόμευση
4 ο της σύντμησης
5 σύντμηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---