Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accorciatìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [akkorʧaˈtivo]

1 συντετμημένη μορφή
2 υποκοριστικό
3 συντόμευση
4 ο της σύντμησης
5 σύντμηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accorciarsi accorciatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accorato (επίθ.)
accorciabile (επίθ.)
accorciamento (ουσ αρσ )
accorciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accorciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accorciativo (αρσ. επίθ και ουσ)
accorciatore (ουσ αρσ )
accorciatura (θηλ.ουσ)
accordabile (επίθ.)
accordare (ρ. μτβ.)
accordarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accordata (θηλ.ουσ)
accordatore (ουσ αρσ )
accordatura (θηλ.ουσ)
accordo (ουσ αρσ )
accorgersi (ρ. μ. αμτβ.)
accorgimento (ουσ αρσ )
accorrere (ρ.αμτβ.)
accortamente (επίρ.)
accortezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---