Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accorgiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkorʤiˈmento]

1 μέσο επέμβασης σε κρίση
2 κατανόηση
3 στρατήγημα
4 κόλπο
5 τερτίπι
6 επινόημα
7 εξυπνάδα
8 μηχάνημα
9 διάκριση
10 τέχνασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accorgersi accorrere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accordata (θηλ.ουσ)
accordatore (ουσ αρσ )
accordatura (θηλ.ουσ)
accordo (ουσ αρσ )
accorgersi (ρ. μ. αμτβ.)
accorgimento (ουσ αρσ )
accorrere (ρ.αμτβ.)
accortamente (επίρ.)
accortezza (θηλ.ουσ)
accorto (επίθ.)
accosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accostabile (επίθ.)
accostamento (ουσ αρσ )
accostare (ρ.αμτβ.)
accostare (ρ. μτβ.)
accostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accostata (θηλ.ουσ)
accostevole (επίθ.)
accosto (επίρ.)
accostolatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---