ItalianoGreco


accorgiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkorʤiˈmento]

1 μέσο επέμβασης σε κρίση
2 κατανόηση
3 στρατήγημα
4 κόλπο
5 τερτίπι
6 επινόημα
7 εξυπνάδα
8 μηχάνημα
9 διάκριση
10 τέχνασμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---