Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accostàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkosˈtare]

1 προσεγγίζω
2 πλευρίζω
3 αλλάζω πορεία

accostàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkosˈtare]

1 πλησιάζω
2 φέρνω κοντά

accostàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkosˈtarsi]

1 μοιάζω
2 πλευρίζω
3 δέχομαι
4 πλησιάζω
5 έρχομαι πιο κοντά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accostamento accostata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accortezza (θηλ.ουσ)
accorto (επίθ.)
accosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accostabile (επίθ.)
accostamento (ουσ αρσ )
accostare (ρ.αμτβ.)
accostare (ρ. μτβ.)
accostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accostata (θηλ.ουσ)
accostevole (επίθ.)
accosto (επίρ.)
accostolatura (θηλ.ουσ)
accostumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accostumarsi (ρ.μ. (αντων.))
accovacciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accovonamento (ουσ αρσ )
accovonare (ρ. μτβ.)
accovonatrice (θηλ.ουσ)
accovonatura (θηλ.ουσ)
accozzaglia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---