Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accovonaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkovonaˈmento]

1 δεμάτι
2 δεμάτιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accovacciarsi accovonare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accosto (επίρ.)
accostolatura (θηλ.ουσ)
accostumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accostumarsi (ρ.μ. (αντων.))
accovacciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accovonamento (ουσ αρσ )
accovonare (ρ. μτβ.)
accovonatrice (θηλ.ουσ)
accovonatura (θηλ.ουσ)
accozzaglia (θηλ.ουσ)
accozzamento (ουσ αρσ )
accozzare (ρ. μτβ.)
accozzo (ουσ αρσ )
accreditamento (ουσ αρσ )
accreditante (ουσ αρσ και θηλ.)
accreditante (επίθ.)
accreditare (ρ. μτβ.)
accreditarsi (ρ.μ. (αντων.))
accreditato (ουσ αρσ )
accreditato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---