ItalianoGreco


accozzaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkottsaˈmento]

1 σύμφυρμα
2 συνονθύλευμα
3 μείγμα
4 συμπίλημα
5 ποτ-πουρί
6 σωρός
7 κυκεώνας
8 ορμαθός
9 ανακάτωμα
10 στοίβα
11 ανακατωσούρα
12 φύρδην μίγδην
13 ετερογενές μείγμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---