accozzaménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [akkottsaˈmento]
1 σύμφυρμα
2 συνονθύλευμα
3 μείγμα
4 συμπίλημα
5 ποτ-πουρί
6 σωρός
7 κυκεώνας
8 ορμαθός
9 ανακάτωμα
10 στοίβα
11 ανακατωσούρα
12 φύρδην μίγδην
13 ετερογενές μείγμα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [akkottsaˈmento]
1 σύμφυρμα
2 συνονθύλευμα
3 μείγμα
4 συμπίλημα
5 ποτ-πουρί
6 σωρός
7 κυκεώνας
8 ορμαθός
9 ανακάτωμα
10 στοίβα
11 ανακατωσούρα
12 φύρδην μίγδην
13 ετερογενές μείγμα
permalink
accozzamento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android