Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accréscere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akˈkreʃʃere]

1 υψώνω
2 διευρύνω
3 εκτείνω
4 αυξάνω
5 μεγαλώνω
6 επαυξάνω
7 επεκτείνω
8 αναπτύσσω

accréscersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akˈkreʃʃersi]

1 επαυξάνομαι
2 εκτείνομαι
3 μεγαλώνω
4 αυξάνομαι
5 μεγεθύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accredito accrescimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accreditare (ρ. μτβ.)
accreditarsi (ρ.μ. (αντων.))
accreditato (ουσ αρσ )
accreditato (επίθ.)
accredito (ουσ αρσ )
accrescere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
accrescersi (ρ. μ. αμτβ.)
accrescimento (ουσ αρσ )
accrescitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
accucciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accudire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acculare (ρ. μτβ.)
acculturare (ρ. μτβ.)
acculturazione (θηλ.ουσ)
accumulabile (επίθ.)
accumulamento (ουσ αρσ )
accumulare (ρ. μτβ.)
accumularsi (ρ. μ. αμτβ.)
accumulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
accumulazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---