Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accumulaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkumulaˈmento]

1 επισώρευση
2 συσσώρευση
3 σωρός
4 μάζεμα
5 συγκέντρωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accumulabile accumulare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accudire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
acculare (ρ. μτβ.)
acculturare (ρ. μτβ.)
acculturazione (θηλ.ουσ)
accumulabile (επίθ.)
accumulamento (ουσ αρσ )
accumulare (ρ. μτβ.)
accumularsi (ρ. μ. αμτβ.)
accumulatore (αρσ. επίθ και ουσ)
accumulazione (θηλ.ουσ)
accumulo (ουσ αρσ )
accuratamente (επίρ.)
accuratezza (θηλ.ουσ)
accurato (επίθ.)
accusa (θηλ.ουσ)
accusabile (επίθ.)
accusante (επίθ.)
accusare (ρ. μτβ.)
accusarsi (ρ.μ. (αντων.))
accusativo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---