Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccumulazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [akkumulatˈtsjone] 1 στοίβαγμα 2 συγκέντρωση 3 συσσώρευση 4 επισώρευση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |